- έκθεσμον
- το незаконность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔκθεσμον — ἔκθεσμος lawless masc/fem acc sg ἔκθεσμος lawless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκθεσμος — η, ο (AM ἔκθεσμος, ον) αυτός που γίνεται με παράβαση τών θεσμών, παράνομος μσν. (για πρόσ.) άδικος, άνομος αρχ. τερατώδης, φρικτός («ἔκθεσμον ὄναρ») … Dictionary of Greek